- λειώλης
- λειώλης, ες,A = πανώλης, IG12(1).737 (Camirus, vi B.C.); cf. [full] λεώλης· τελείως ἐξώλης, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λειώλης — λειώλης, ες (Α) επιγρ. κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος με επίδραση τού επιρρ. λείως + ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. εξ ώλης, προ ώλης. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek